- καταψάλλω
- κατα-ψάλλω, vorspielen, durch Saitenspiel ergötzen; νῆσος κατηυλεῖτο καὶ κατεψάλλετο, vom Saitenspiel ertönen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταψάλλω — (AM) αποδοκιμάζω κάποιον με ψαλμούς αρχ. 1. παίζω κιθάρα ή άλλο έγχορδο όργανο («καταυλεῑν και καταψάλλειν», Πλούτ.) 2. παθ. καταψάλλομαι υμνούμαι, δοξάζομαι, αινούμαι («καταψάλλεται... ὁ δημιουργός», Πορφ.) 3. επικρίνω 4. παθ. α) ευχαριστούμαι… … Dictionary of Greek